- διαρμίζω
- 1. τακτοποιώ, ευπρεπίζω2. σαρώνω3. ξεκαθαρίζω έναν τόπο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αδιάρμιστος — η, ο [διαρμίζω] ακατάστατος, ασυμμάζευτος, ασυγύριστος, ατακτοποίητος … Dictionary of Greek
κακοδιαρμίστρα — η κακή νοικοκυρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + διαρμίζω «ξεκαθαρίζω»] … Dictionary of Greek